- προδίδω
- και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας»)2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη δυνατότητα να βλάψει την πατρίδα μου, γίνομαι προδότης («αυτός που προδίδει την πατρίδα διαπράττει το μεγαλύτερο έγκλημα»)3. καταδίδω κάποιον, αποκαλύπτω τα μυστικά του, τόν φανερώνω («αν και τού είχε υποσχεθεί ότι θα τόν κρύψει, τελικά τόν πρόδωσε»)4. υποδηλώνω, μαρτυρώ («οι τρόποι του προδίδουν έλλειψη καλής ανατροφής»)5. δεν επαρκώ να εξυπηρετήσω, δεν μπορώ να βοηθήσω («μέ προδίδει η μνήμη μου» — δεν μπορώ να θυμηθώ)6. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι σε ώρα ανάγκης («τὸν πρόδωσε την τελευταία στιγμή»).
Dictionary of Greek. 2013.